Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χάλαζα
χαλαζάεις
χαλαζαῖος
χαλαζάω
χαλαζεπής
χαλαζήεις
χαλαζιάω
χαλάζιον
χαλάζιος
χαλαζοβολέω
χαλαζοβόλος
χαλαζοκοπέω
χαλαζοκοπία
χαλαζόομαι
χαλαζοφύλαξ
χαλαζώδης
χαλάζωσις
χαλαίπους
χαλαίρυπος
χαλαρός
χαλαρότης
View word page
χαλαζοβόλος
showering hail

ShortDef

showering hail

Debugging

Headword:
χαλαζοβόλος
Headword (normalized):
χαλαζοβόλος
Headword (normalized/stripped):
χαλαζοβολος
IDX:
95706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95707
Key:

Data

{'content': 'showering hail'}