Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνύπουλος
ἀνυποφόρητος
ἀνύπτιος
ἀνυσιεργός
ἀνύσιμος
ἄνυσις
ἄνυσμα
ἀνύστακτος
ἀνυστέον
ἀνυστικός
ἀνυστός
ἀνυτής
ἀνυτικός
Ἄνυτος
ἀνυφαίνω
ἀνυφάντης
ἀνύφαντος
ἀνυψόω
ἀνύω
ἄνω
ἄνω2
View word page
ἀνυστός
to be accomplished, practicable
ShortDef
to be accomplished, practicable
Debugging
Headword:
ἀνυστός
Headword (normalized):
ἀνυστός
Headword (normalized/stripped):
ανυστος
IDX:
9569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9570
Key:
Data
{'content': 'to be accomplished, practicable'}