Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνυποτίμητος
ἀνυπότλητος
ἀνύπουλος
ἀνυποφόρητος
ἀνύπτιος
ἀνυσιεργός
ἀνύσιμος
ἄνυσις
ἄνυσμα
ἀνύστακτος
ἀνυστέον
ἀνυστικός
ἀνυστός
ἀνυτής
ἀνυτικός
Ἄνυτος
ἀνυφαίνω
ἀνυφάντης
ἀνύφαντος
ἀνυψόω
ἀνύω
View word page
ἀνυστέον
one must accomplish

ShortDef

one must accomplish

Debugging

Headword:
ἀνυστέον
Headword (normalized):
ἀνυστέον
Headword (normalized/stripped):
ανυστεον
IDX:
9567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9568
Key:

Data

{'content': 'one must accomplish'}