Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φωσφόριον
φωσφόρος
φωταγωγέω
φωταγωγία
φωταγωγός
φωταύγεια
φωτεινοειδής
φωτεινός
φωτιγγιστής
φῶτιγξ
φωτίζω
φώτισις
φώτισμα
φωτισμός
φωτιστήριον
φωτιστικός
φωτοβίας
φωτοβολία
φωτοδότης
φωτοειδής
φωτοθυρίς
View word page
φωτίζω
to enlighten, illuminate: to instruct, teach
ShortDef
to enlighten, illuminate: to instruct, teach
Debugging
Headword:
φωτίζω
Headword (normalized):
φωτίζω
Headword (normalized/stripped):
φωτιζω
IDX:
95653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95654
Key:
Data
{'content': 'to enlighten, illuminate: to instruct, teach'}