Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φωσφορέω
φωσφορία
φωσφόριον
φωσφόρος
φωταγωγέω
φωταγωγία
φωταγωγός
φωταύγεια
φωτεινοειδής
φωτεινός
φωτιγγιστής
φῶτιγξ
φωτίζω
φώτισις
φώτισμα
φωτισμός
φωτιστήριον
φωτιστικός
φωτοβίας
φωτοβολία
φωτοδότης
View word page
φωτιγγιστής
fifer

ShortDef

fifer

Debugging

Headword:
φωτιγγιστής
Headword (normalized):
φωτιγγιστής
Headword (normalized/stripped):
φωτιγγιστης
IDX:
95651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95652
Key:

Data

{'content': 'fifer'}