Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φώρ
φωρά
φωρατός
φωράω
φώρειον
φωριαμός
φωρίδιος
φώριον
φώριος
φῶρος
φώς
φῶς
φώσκω
φώσσων
φωσσώνιον
φωστήρ
φωσφόρεια
φωσφορέω
φωσφορία
φωσφόριον
φωσφόρος
View word page
φώς
a man
ShortDef
a man
Debugging
Headword:
φώς
Headword (normalized):
φώς
Headword (normalized/stripped):
φως
IDX:
95634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95635
Key:
Data
{'content': 'a man'}