Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φωνοβόλος
φωνομαχέω
φωνομαχία
φωνόμιμος
φῶξις
φώρ
φωρά
φωρατός
φωράω
φώρειον
φωριαμός
φωρίδιος
φώριον
φώριος
φῶρος
φώς
φῶς
φώσκω
φώσσων
φωσσώνιον
φωστήρ
View word page
φωριαμός
a chest, trunk, coffer

ShortDef

a chest, trunk, coffer

Debugging

Headword:
φωριαμός
Headword (normalized):
φωριαμός
Headword (normalized/stripped):
φωριαμος
IDX:
95629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95630
Key:

Data

{'content': 'a chest, trunk, coffer'}