Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνυπόστρεπτος
ἀνυπόστροφος
ἀνυποτακτέω
ἀνυπότακτος
ἀνυποταξία
ἀνυποτίμητος
ἀνυπότλητος
ἀνύπουλος
ἀνυποφόρητος
ἀνύπτιος
ἀνυσιεργός
ἀνύσιμος
ἄνυσις
ἄνυσμα
ἀνύστακτος
ἀνυστέον
ἀνυστικός
ἀνυστός
ἀνυτής
ἀνυτικός
Ἄνυτος
View word page
ἀνυσιεργός
finishing work, industrious
ShortDef
finishing work, industrious
Debugging
Headword:
ἀνυσιεργός
Headword (normalized):
ἀνυσιεργός
Headword (normalized/stripped):
ανυσιεργος
IDX:
9562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9563
Key:
Data
{'content': 'finishing work, industrious'}