Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φωνέω
φωνή
φωνήεις
φώνημα
φώνησις
φωνητήριος
φωνητής
φωνητικός
φωνητός
φωνικός
φωνοβόλος
φωνομαχέω
φωνομαχία
φωνόμιμος
φῶξις
φώρ
φωρά
φωρατός
φωράω
φώρειον
φωριαμός
View word page
φωνοβόλος
causing to sound
ShortDef
causing to sound
Debugging
Headword:
φωνοβόλος
Headword (normalized):
φωνοβόλος
Headword (normalized/stripped):
φωνοβολος
IDX:
95619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95620
Key:
Data
{'content': 'causing to sound'}