Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνυπόστολος
ἀνυπόστρεπτος
ἀνυπόστροφος
ἀνυποτακτέω
ἀνυπότακτος
ἀνυποταξία
ἀνυποτίμητος
ἀνυπότλητος
ἀνύπουλος
ἀνυποφόρητος
ἀνύπτιος
ἀνυσιεργός
ἀνύσιμος
ἄνυσις
ἄνυσμα
ἀνύστακτος
ἀνυστέον
ἀνυστικός
ἀνυστός
ἀνυτής
ἀνυτικός
View word page
ἀνύπτιος
not passive

ShortDef

not passive

Debugging

Headword:
ἀνύπτιος
Headword (normalized):
ἀνύπτιος
Headword (normalized/stripped):
ανυπτιος
IDX:
9561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9562
Key:

Data

{'content': 'not passive'}