Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φωλίον
φωλίς
φωνά
φωνασκέω
φωνασκία
φωνασκικός
φωνασκός
φωνέω
φωνή
φωνήεις
φώνημα
φώνησις
φωνητήριος
φωνητής
φωνητικός
φωνητός
φωνικός
φωνοβόλος
φωνομαχέω
φωνομαχία
φωνόμιμος
View word page
φώνημα
a sound made, voice
ShortDef
a sound made, voice
Debugging
Headword:
φώνημα
Headword (normalized):
φώνημα
Headword (normalized/stripped):
φωνημα
IDX:
95612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95613
Key:
Data
{'content': 'a sound made, voice'}