Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φωλεώδης
φωλητήρ
φωλητήριον
φωλίον
φωλίς
φωνά
φωνασκέω
φωνασκία
φωνασκικός
φωνασκός
φωνέω
φωνή
φωνήεις
φώνημα
φώνησις
φωνητήριος
φωνητής
φωνητικός
φωνητός
φωνικός
φωνοβόλος
View word page
φωνέω
to produce a sound

ShortDef

to produce a sound

Debugging

Headword:
φωνέω
Headword (normalized):
φωνέω
Headword (normalized/stripped):
φωνεω
IDX:
95609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95610
Key:

Data

{'content': 'to produce a sound'}