Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Φῶκος
φωκτός
φωλάς
φωλεία
φωλεός
φωλευτέον
φωλεύω
φωλεώδης
φωλητήρ
φωλητήριον
φωλίον
φωλίς
φωνά
φωνασκέω
φωνασκία
φωνασκικός
φωνασκός
φωνέω
φωνή
φωνήεις
φώνημα
View word page
φωλίον
fox's hole
ShortDef
fox's hole
Debugging
Headword:
φωλίον
Headword (normalized):
φωλίον
Headword (normalized/stripped):
φωλιον
IDX:
95602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95603
Key:
Data
{'content': "fox's hole"}