Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φωκαρχέω
φωκάρχης
φώκειος
Φωκεύς
φώκη
Φωκικός
φωκίς
Φωκίς
φωκίων
Φῶκος
φωκτός
φωλάς
φωλεία
φωλεός
φωλευτέον
φωλεύω
φωλεώδης
φωλητήρ
φωλητήριον
φωλίον
φωλίς
View word page
φωκτός
roasted, broiled

ShortDef

roasted, broiled

Debugging

Headword:
φωκτός
Headword (normalized):
φωκτός
Headword (normalized/stripped):
φωκτος
IDX:
95593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95594
Key:

Data

{'content': 'roasted, broiled'}