Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνύποπτος
ἀνυπόπτωτος
ἀνυπόστασις
ἀνυπόστατος
ἀνυπόστολος
ἀνυπόστρεπτος
ἀνυπόστροφος
ἀνυποτακτέω
ἀνυπότακτος
ἀνυποταξία
ἀνυποτίμητος
ἀνυπότλητος
ἀνύπουλος
ἀνυποφόρητος
ἀνύπτιος
ἀνυσιεργός
ἀνύσιμος
ἄνυσις
ἄνυσμα
ἀνύστακτος
ἀνυστέον
View word page
ἀνυποτίμητος
that cannot be adequately punished

ShortDef

that cannot be adequately punished

Debugging

Headword:
ἀνυποτίμητος
Headword (normalized):
ἀνυποτίμητος
Headword (normalized/stripped):
ανυποτιμητος
IDX:
9557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9558
Key:

Data

{'content': 'that cannot be adequately punished'}