Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυτούργημα
φυτουργία
φυτουργικός
φυτουργός
φυτούριον
φυτοφόρος
φυτοφύλαξ
φυτώδης
φυτών
φυτώνυμος
φύτωρ
φυτώριον
φύω
φώγω
φωΐς
Φώκαια
Φωκαιεύς
φώκαινα
φωκαρχέω
φωκάρχης
φώκειος
View word page
φύτωρ
father

ShortDef

father

Debugging

Headword:
φύτωρ
Headword (normalized):
φύτωρ
Headword (normalized/stripped):
φυτωρ
IDX:
95575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95576
Key:

Data

{'content': 'father'}