Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυτοτροφία
φυτοτρόφος
φυτουργεῖον
φυτουργέω
φυτούργημα
φυτουργία
φυτουργικός
φυτουργός
φυτούριον
φυτοφόρος
φυτοφύλαξ
φυτώδης
φυτών
φυτώνυμος
φύτωρ
φυτώριον
φύω
φώγω
φωΐς
Φώκαια
Φωκαιεύς
View word page
φυτοφύλαξ
keeper of plants

ShortDef

keeper of plants

Debugging

Headword:
φυτοφύλαξ
Headword (normalized):
φυτοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
φυτοφυλαξ
IDX:
95571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95572
Key:

Data

{'content': 'keeper of plants'}