Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυτοσπορία
φυτοσπόρος
φυτοτροφέομαι
φυτοτροφία
φυτοτρόφος
φυτουργεῖον
φυτουργέω
φυτούργημα
φυτουργία
φυτουργικός
φυτουργός
φυτούριον
φυτοφόρος
φυτοφύλαξ
φυτώδης
φυτών
φυτώνυμος
φύτωρ
φυτώριον
φύω
φώγω
View word page
φυτουργός
working at plants

ShortDef

working at plants

Debugging

Headword:
φυτουργός
Headword (normalized):
φυτουργός
Headword (normalized/stripped):
φυτουργος
IDX:
95568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95569
Key:

Data

{'content': 'working at plants'}