Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυτός
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
φυτοσπορία
φυτοσπόρος
φυτοτροφέομαι
φυτοτροφία
φυτοτρόφος
φυτουργεῖον
φυτουργέω
φυτούργημα
φυτουργία
φυτουργικός
φυτουργός
φυτούριον
φυτοφόρος
φυτοφύλαξ
φυτώδης
φυτών
φυτώνυμος
φύτωρ
View word page
φυτούργημα
care of plants, planting

ShortDef

care of plants, planting

Debugging

Headword:
φυτούργημα
Headword (normalized):
φυτούργημα
Headword (normalized/stripped):
φυτουργημα
IDX:
95565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95566
Key:

Data

{'content': 'care of plants, planting'}