Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φύτλη
φύτλον
φυτοειδῶς
φυτόν
φυτόομαι
φυτός
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
φυτοσπορία
φυτοσπόρος
φυτοτροφέομαι
φυτοτροφία
φυτοτρόφος
φυτουργεῖον
φυτουργέω
φυτούργημα
φυτουργία
φυτουργικός
φυτουργός
φυτούριον
φυτοφόρος
View word page
φυτοτροφέομαι
to be trained

ShortDef

to be trained

Debugging

Headword:
φυτοτροφέομαι
Headword (normalized):
φυτοτροφέομαι
Headword (normalized/stripped):
φυτοτροφεομαι
IDX:
95560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95561
Key:

Data

{'content': 'to be trained'}