Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φύτλα
φύτλη
φύτλον
φυτοειδῶς
φυτόν
φυτόομαι
φυτός
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
φυτοσπορία
φυτοσπόρος
φυτοτροφέομαι
φυτοτροφία
φυτοτρόφος
φυτουργεῖον
φυτουργέω
φυτούργημα
φυτουργία
φυτουργικός
φυτουργός
φυτούριον
View word page
φυτοσπόρος
planting
ShortDef
planting
Debugging
Headword:
φυτοσπόρος
Headword (normalized):
φυτοσπόρος
Headword (normalized/stripped):
φυτοσπορος
IDX:
95559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95560
Key:
Data
{'content': 'planting'}