Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυτιαῖος
φυτικός
φύτιος
φύτλα
φύτλη
φύτλον
φυτοειδῶς
φυτόν
φυτόομαι
φυτός
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
φυτοσπορία
φυτοσπόρος
φυτοτροφέομαι
φυτοτροφία
φυτοτρόφος
φυτουργεῖον
φυτουργέω
φυτούργημα
φυτουργία
View word page
φυτοσκαφία
gardening
ShortDef
gardening
Debugging
Headword:
φυτοσκαφία
Headword (normalized):
φυτοσκαφία
Headword (normalized/stripped):
φυτοσκαφια
IDX:
95556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95557
Key:
Data
{'content': 'gardening'}