Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυτηκομία
φυτήκομος
φυτιαῖος
φυτικός
φύτιος
φύτλα
φύτλη
φύτλον
φυτοειδῶς
φυτόν
φυτόομαι
φυτός
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
φυτοσπορία
φυτοσπόρος
φυτοτροφέομαι
φυτοτροφία
φυτοτρόφος
φυτουργεῖον
φυτουργέω
View word page
φυτόομαι
grow into a vegetative creature

ShortDef

grow into a vegetative creature

Debugging

Headword:
φυτόομαι
Headword (normalized):
φυτόομαι
Headword (normalized/stripped):
φυτοομαι
IDX:
95554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95555
Key:

Data

{'content': 'grow into a vegetative creature'}