Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυτευτικός
φυτευτός
φυτεύω
φυτηκομέω
φυτηκομία
φυτήκομος
φυτιαῖος
φυτικός
φύτιος
φύτλα
φύτλη
φύτλον
φυτοειδῶς
φυτόν
φυτόομαι
φυτός
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
φυτοσπορία
φυτοσπόρος
φυτοτροφέομαι
View word page
φύτλη
a stock, generation

ShortDef

a stock, generation

Debugging

Headword:
φύτλη
Headword (normalized):
φύτλη
Headword (normalized/stripped):
φυτλη
IDX:
95550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95551
Key:

Data

{'content': 'a stock, generation'}