Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυτευτής
φυτευτικός
φυτευτός
φυτεύω
φυτηκομέω
φυτηκομία
φυτήκομος
φυτιαῖος
φυτικός
φύτιος
φύτλα
φύτλη
φύτλον
φυτοειδῶς
φυτόν
φυτόομαι
φυτός
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
φυτοσπορία
φυτοσπόρος
View word page
φύτλα
stock

ShortDef

stock

Debugging

Headword:
φύτλα
Headword (normalized):
φύτλα
Headword (normalized/stripped):
φυτλα
IDX:
95549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95550
Key:

Data

{'content': 'stock'}