Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυτευτέον
φυτευτήριον
φυτευτής
φυτευτικός
φυτευτός
φυτεύω
φυτηκομέω
φυτηκομία
φυτήκομος
φυτιαῖος
φυτικός
φύτιος
φύτλα
φύτλη
φύτλον
φυτοειδῶς
φυτόν
φυτόομαι
φυτός
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
View word page
φυτικός
of or belonging to plants

ShortDef

of or belonging to plants

Debugging

Headword:
φυτικός
Headword (normalized):
φυτικός
Headword (normalized/stripped):
φυτικος
IDX:
95547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95548
Key:

Data

{'content': 'of or belonging to plants'}