Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυτεύσιμος
φυτευτέον
φυτευτήριον
φυτευτής
φυτευτικός
φυτευτός
φυτεύω
φυτηκομέω
φυτηκομία
φυτήκομος
φυτιαῖος
φυτικός
φύτιος
φύτλα
φύτλη
φύτλον
φυτοειδῶς
φυτόν
φυτόομαι
φυτός
φυτοσκαφία
View word page
φυτιαῖος
of plants
ShortDef
of plants
Debugging
Headword:
φυτιαῖος
Headword (normalized):
φυτιαῖος
Headword (normalized/stripped):
φυτιαιος
IDX:
95546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95547
Key:
Data
{'content': 'of plants'}