Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φύτευμα
φυτεύσιμος
φυτευτέον
φυτευτήριον
φυτευτής
φυτευτικός
φυτευτός
φυτεύω
φυτηκομέω
φυτηκομία
φυτήκομος
φυτιαῖος
φυτικός
φύτιος
φύτλα
φύτλη
φύτλον
φυτοειδῶς
φυτόν
φυτόομαι
φυτός
View word page
φυτήκομος
gardener, vine-dresser

ShortDef

gardener, vine-dresser

Debugging

Headword:
φυτήκομος
Headword (normalized):
φυτήκομος
Headword (normalized/stripped):
φυτηκομος
IDX:
95545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95546
Key:

Data

{'content': 'gardener, vine-dresser'}