Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυτεία
φύτειρον
φύτευμα
φυτεύσιμος
φυτευτέον
φυτευτήριον
φυτευτής
φυτευτικός
φυτευτός
φυτεύω
φυτηκομέω
φυτηκομία
φυτήκομος
φυτιαῖος
φυτικός
φύτιος
φύτλα
φύτλη
φύτλον
φυτοειδῶς
φυτόν
View word page
φυτηκομέω
take care of plants, garden

ShortDef

take care of plants, garden

Debugging

Headword:
φυτηκομέω
Headword (normalized):
φυτηκομέω
Headword (normalized/stripped):
φυτηκομεω
IDX:
95543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95544
Key:

Data

{'content': 'take care of plants, garden'}