Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυτάς
φυτεία
φύτειρον
φύτευμα
φυτεύσιμος
φυτευτέον
φυτευτήριον
φυτευτής
φυτευτικός
φυτευτός
φυτεύω
φυτηκομέω
φυτηκομία
φυτήκομος
φυτιαῖος
φυτικός
φύτιος
φύτλα
φύτλη
φύτλον
φυτοειδῶς
View word page
φυτεύω
to plant
ShortDef
to plant
Debugging
Headword:
φυτεύω
Headword (normalized):
φυτεύω
Headword (normalized/stripped):
φυτευω
IDX:
95542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95543
Key:
Data
{'content': 'to plant'}