Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυτάλμιος
φυτάς
φυτεία
φύτειρον
φύτευμα
φυτεύσιμος
φυτευτέον
φυτευτήριον
φυτευτής
φυτευτικός
φυτευτός
φυτεύω
φυτηκομέω
φυτηκομία
φυτήκομος
φυτιαῖος
φυτικός
φύτιος
φύτλα
φύτλη
φύτλον
View word page
φυτευτός
planted, produced
ShortDef
planted, produced
Debugging
Headword:
φυτευτός
Headword (normalized):
φυτευτός
Headword (normalized/stripped):
φυτευτος
IDX:
95541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95542
Key:
Data
{'content': 'planted, produced'}