Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυταγωγέω
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτάς
φυτεία
φύτειρον
φύτευμα
φυτεύσιμος
φυτευτέον
φυτευτήριον
φυτευτής
φυτευτικός
φυτευτός
φυτεύω
φυτηκομέω
φυτηκομία
φυτήκομος
φυτιαῖος
φυτικός
φύτιος
φύτλα
View word page
φυτευτής
pastinator
ShortDef
pastinator
Debugging
Headword:
φυτευτής
Headword (normalized):
φυτευτής
Headword (normalized/stripped):
φυτευτης
IDX:
95539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95540
Key:
Data
{'content': 'pastinator'}