Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυσώδης
φυταγωγέω
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτάς
φυτεία
φύτειρον
φύτευμα
φυτεύσιμος
φυτευτέον
φυτευτήριον
φυτευτής
φυτευτικός
φυτευτός
φυτεύω
φυτηκομέω
φυτηκομία
φυτήκομος
φυτιαῖος
φυτικός
φύτιος
View word page
φυτευτήριον
a plant grown in a nursery
ShortDef
a plant grown in a nursery
Debugging
Headword:
φυτευτήριον
Headword (normalized):
φυτευτήριον
Headword (normalized/stripped):
φυτευτηριον
IDX:
95538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95539
Key:
Data
{'content': 'a plant grown in a nursery'}