Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Φυσώ
φυσώδης
φυταγωγέω
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτάς
φυτεία
φύτειρον
φύτευμα
φυτεύσιμος
φυτευτέον
φυτευτήριον
φυτευτής
φυτευτικός
φυτευτός
φυτεύω
φυτηκομέω
φυτηκομία
φυτήκομος
φυτιαῖος
φυτικός
View word page
φυτευτέον
one must plant
ShortDef
one must plant
Debugging
Headword:
φυτευτέον
Headword (normalized):
φυτευτέον
Headword (normalized/stripped):
φυτευτεον
IDX:
95537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95538
Key:
Data
{'content': 'one must plant'}