Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυστή
φύστις
Φυσώ
φυσώδης
φυταγωγέω
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτάς
φυτεία
φύτειρον
φύτευμα
φυτεύσιμος
φυτευτέον
φυτευτήριον
φυτευτής
φυτευτικός
φυτευτός
φυτεύω
φυτηκομέω
φυτηκομία
φυτήκομος
View word page
φύτευμα
a plant

ShortDef

a plant

Debugging

Headword:
φύτευμα
Headword (normalized):
φύτευμα
Headword (normalized/stripped):
φυτευμα
IDX:
95535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95536
Key:

Data

{'content': 'a plant'}