Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυσόομαι
φυστή
φύστις
Φυσώ
φυσώδης
φυταγωγέω
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτάς
φυτεία
φύτειρον
φύτευμα
φυτεύσιμος
φυτευτέον
φυτευτήριον
φυτευτής
φυτευτικός
φυτευτός
φυτεύω
φυτηκομέω
φυτηκομία
View word page
φύτειρον
panucla

ShortDef

panucla

Debugging

Headword:
φύτειρον
Headword (normalized):
φύτειρον
Headword (normalized/stripped):
φυτειρον
IDX:
95534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95535
Key:

Data

{'content': 'panucla'}