Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυσοειδής
φυσόομαι
φυστή
φύστις
Φυσώ
φυσώδης
φυταγωγέω
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτάς
φυτεία
φύτειρον
φύτευμα
φυτεύσιμος
φυτευτέον
φυτευτήριον
φυτευτής
φυτευτικός
φυτευτός
φυτεύω
φυτηκομέω
View word page
φυτεία
a planting
ShortDef
a planting
Debugging
Headword:
φυτεία
Headword (normalized):
φυτεία
Headword (normalized/stripped):
φυτεια
IDX:
95533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95534
Key:
Data
{'content': 'a planting'}