Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυσόβαθρον
φυσοειδής
φυσόομαι
φυστή
φύστις
Φυσώ
φυσώδης
φυταγωγέω
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτάς
φυτεία
φύτειρον
φύτευμα
φυτεύσιμος
φυτευτέον
φυτευτήριον
φυτευτής
φυτευτικός
φυτευτός
φυτεύω
View word page
φυτάς
plant

ShortDef

plant

Debugging

Headword:
φυτάς
Headword (normalized):
φυτάς
Headword (normalized/stripped):
φυτας
IDX:
95532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95533
Key:

Data

{'content': 'plant'}