Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φύσκων
φυσόβαθρον
φυσοειδής
φυσόομαι
φυστή
φύστις
Φυσώ
φυσώδης
φυταγωγέω
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτάς
φυτεία
φύτειρον
φύτευμα
φυτεύσιμος
φυτευτέον
φυτευτήριον
φυτευτής
φυτευτικός
φυτευτός
View word page
φυτάλμιος
producing, nourishing, fostering

ShortDef

producing, nourishing, fostering

Debugging

Headword:
φυτάλμιος
Headword (normalized):
φυτάλμιος
Headword (normalized/stripped):
φυταλμιος
IDX:
95531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95532
Key:

Data

{'content': 'producing, nourishing, fostering'}