Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φύσκος
φύσκων
φυσόβαθρον
φυσοειδής
φυσόομαι
φυστή
φύστις
Φυσώ
φυσώδης
φυταγωγέω
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτάς
φυτεία
φύτειρον
φύτευμα
φυτεύσιμος
φυτευτέον
φυτευτήριον
φυτευτής
φυτευτικός
View word page
φυταλιά
planted place

ShortDef

planted place

Debugging

Headword:
φυταλιά
Headword (normalized):
φυταλιά
Headword (normalized/stripped):
φυταλια
IDX:
95530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95531
Key:

Data

{'content': 'planted place'}