Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυσκία
φύσκος
φύσκων
φυσόβαθρον
φυσοειδής
φυσόομαι
φυστή
φύστις
Φυσώ
φυσώδης
φυταγωγέω
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτάς
φυτεία
φύτειρον
φύτευμα
φυτεύσιμος
φυτευτέον
φυτευτήριον
φυτευτής
View word page
φυταγωγέω
raise a plant
ShortDef
raise a plant
Debugging
Headword:
φυταγωγέω
Headword (normalized):
φυταγωγέω
Headword (normalized/stripped):
φυταγωγεω
IDX:
95529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95530
Key:
Data
{'content': 'raise a plant'}