Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνυπόλογος
ἀνυπομενετέος
ἀνυπομόνητος
ἀνυπονόητος
ἀνυπόπαστος
ἀνύποπτος
ἀνυπόπτωτος
ἀνυπόστασις
ἀνυπόστατος
ἀνυπόστολος
ἀνυπόστρεπτος
ἀνυπόστροφος
ἀνυποτακτέω
ἀνυπότακτος
ἀνυποταξία
ἀνυποτίμητος
ἀνυπότλητος
ἀνύπουλος
ἀνυποφόρητος
ἀνύπτιος
ἀνυσιεργός
View word page
ἀνυπόστρεπτος
unreturning

ShortDef

unreturning

Debugging

Headword:
ἀνυπόστρεπτος
Headword (normalized):
ἀνυπόστρεπτος
Headword (normalized/stripped):
ανυποστρεπτος
IDX:
9552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9553
Key:

Data

{'content': 'unreturning'}