Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φύσκη
φυσκία
φύσκος
φύσκων
φυσόβαθρον
φυσοειδής
φυσόομαι
φυστή
φύστις
Φυσώ
φυσώδης
φυταγωγέω
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτάς
φυτεία
φύτειρον
φύτευμα
φυτεύσιμος
φυτευτέον
φυτευτήριον
View word page
φυσώδης
full of wind, windy

ShortDef

full of wind, windy

Debugging

Headword:
φυσώδης
Headword (normalized):
φυσώδης
Headword (normalized/stripped):
φυσωδης
IDX:
95528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95529
Key:

Data

{'content': 'full of wind, windy'}