Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φύσκα
φύσκη
φυσκία
φύσκος
φύσκων
φυσόβαθρον
φυσοειδής
φυσόομαι
φυστή
φύστις
Φυσώ
φυσώδης
φυταγωγέω
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτάς
φυτεία
φύτειρον
φύτευμα
φυτεύσιμος
φυτευτέον
View word page
Φυσώ
Growth

ShortDef

Growth

Debugging

Headword:
Φυσώ
Headword (normalized):
φυσώ
Headword (normalized/stripped):
φυσω
IDX:
95527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95528
Key:

Data

{'content': 'Growth'}