Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυσίωσις2
Φύσκα
φύσκη
φυσκία
φύσκος
φύσκων
φυσόβαθρον
φυσοειδής
φυσόομαι
φυστή
φύστις
Φυσώ
φυσώδης
φυταγωγέω
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτάς
φυτεία
φύτειρον
φύτευμα
φυτεύσιμος
View word page
φύστις
a progeny, race
ShortDef
a progeny, race
Debugging
Headword:
φύστις
Headword (normalized):
φύστις
Headword (normalized/stripped):
φυστις
IDX:
95526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95527
Key:
Data
{'content': 'a progeny, race'}