Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυσίωμα
φυσίωσις
φυσίωσις2
Φύσκα
φύσκη
φυσκία
φύσκος
φύσκων
φυσόβαθρον
φυσοειδής
φυσόομαι
φυστή
φύστις
Φυσώ
φυσώδης
φυταγωγέω
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτάς
φυτεία
φύτειρον
View word page
φυσόομαι
to be swollen
ShortDef
to be swollen
Debugging
Headword:
φυσόομαι
Headword (normalized):
φυσόομαι
Headword (normalized/stripped):
φυσοομαι
IDX:
95524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95525
Key:
Data
{'content': 'to be swollen'}