Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυσιόω2
φύσις
φυσίωμα
φυσίωσις
φυσίωσις2
Φύσκα
φύσκη
φυσκία
φύσκος
φύσκων
φυσόβαθρον
φυσοειδής
φυσόομαι
φυστή
φύστις
Φυσώ
φυσώδης
φυταγωγέω
φυταλιά
φυτάλμιος
φυτάς
View word page
φυσόβαθρον
frame

ShortDef

frame

Debugging

Headword:
φυσόβαθρον
Headword (normalized):
φυσόβαθρον
Headword (normalized/stripped):
φυσοβαθρον
IDX:
95522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95523
Key:

Data

{'content': 'frame'}