Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυσιοποιέω
φυσιόω
φυσιόω2
φύσις
φυσίωμα
φυσίωσις
φυσίωσις2
Φύσκα
φύσκη
φυσκία
φύσκος
φύσκων
φυσόβαθρον
φυσοειδής
φυσόομαι
φυστή
φύστις
Φυσώ
φυσώδης
φυταγωγέω
φυταλιά
View word page
φύσκος
botellus
ShortDef
botellus
Debugging
Headword:
φύσκος
Headword (normalized):
φύσκος
Headword (normalized/stripped):
φυσκος
IDX:
95520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95521
Key:
Data
{'content': 'botellus'}