Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυσιολόγος
φυσιοποιέω
φυσιόω
φυσιόω2
φύσις
φυσίωμα
φυσίωσις
φυσίωσις2
Φύσκα
φύσκη
φυσκία
φύσκος
φύσκων
φυσόβαθρον
φυσοειδής
φυσόομαι
φυστή
φύστις
Φυσώ
φυσώδης
φυταγωγέω
View word page
φυσκία
botellus
ShortDef
botellus
Debugging
Headword:
φυσκία
Headword (normalized):
φυσκία
Headword (normalized/stripped):
φυσκια
IDX:
95519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95520
Key:
Data
{'content': 'botellus'}