Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνυπόκριτος
ἀνυπόλογος
ἀνυπομενετέος
ἀνυπομόνητος
ἀνυπονόητος
ἀνυπόπαστος
ἀνύποπτος
ἀνυπόπτωτος
ἀνυπόστασις
ἀνυπόστατος
ἀνυπόστολος
ἀνυπόστρεπτος
ἀνυπόστροφος
ἀνυποτακτέω
ἀνυπότακτος
ἀνυποταξία
ἀνυποτίμητος
ἀνυπότλητος
ἀνύπουλος
ἀνυποφόρητος
ἀνύπτιος
View word page
ἀνυπόστολος
using no concealment, frank, fearless
ShortDef
using no concealment, frank, fearless
Debugging
Headword:
ἀνυπόστολος
Headword (normalized):
ἀνυπόστολος
Headword (normalized/stripped):
ανυποστολος
IDX:
9551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9552
Key:
Data
{'content': 'using no concealment, frank, fearless'}